- γεννήεις
- γενν-ήεις, εσσα, εν,A generative,
μήδεα Emp.29.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μήδεα Emp.29.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεννήεντα — γεννήεις generative neut nom/voc/acc pl γεννήεις generative masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek